- κατέλυσα
- κατέλῡσα , καταλύωput downaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλύω — κατέλυσα και κατάλυσα, καταλύθηκα, καταλυμένος 1. αφανίζω, καταστρέφω: Ο Θρασύβουλος κατέλυσε την τυραννία των Τριάκοντα. 2. διαμένω προσωρινά: Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας κατέλυσε στο ξενοδοχείο Χίλτον. 3. σταθμεύω για ανάπαυση ή διανυχτέρευση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλύω — καταλύω, κατέλυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής